ἀποδημίαι

ἀποδημίαι
ἀποδημία
going
fem nom/voc pl
ἀποδημίᾱͅ , ἀποδημία
going
fem dat sg (attic doric aeolic)
ἀποδημίη
fem nom/voc pl (ionic)
ἀποδημίᾱͅ , ἀποδημίη
fem dat sg (attic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀποδημίᾳ — ἀποδημίαι , ἀποδημία going fem nom/voc pl ἀποδημίᾱͅ , ἀποδημία going fem dat sg (attic doric aeolic) ἀποδημίαι , ἀποδημίη fem nom/voc pl (ionic) ἀποδημίᾱͅ , ἀποδημίη fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νούκιος, Νίκανδρος — (16ος αι.). Ψευδώνυμο του κωδικογράφου, εκδότη και συγγραφέα Ανδρόνικου Νούντζιου. Ήταν ο συγγραφέας του πρώτου νεοελληνικού ταξιδιωτικού βιβλίου. Καταγόταν από την Κέρκυρα, την οποία εγκατέλειψε μετά τη δίμηνη τουρκική πολιορκία του 1537 κι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”